Δευτέρα, Οκτωβρίου 30, 2017

Θανάσης Καλογιάννης: Ο γόης του στίβου έκοψε νωρίς το νήμα...





Η τελευταία διαδρομή

Η συναρπαστική ζωή του Έλληνα πρωταθλητή που ξεκίνησε από τον Βόλο για να φτάσει μέχρι το Σάο Πάολο της Βραζιλίας, εκεί όπου ακολούθησε τη γυναίκα της ζωής του Λάουρα Ντε Νίγκρις - Οι νίκες, τα ρεκόρ, ο έρωτας με την Τζένη Μπαλατσινού, το πρόωρο αντίο στους στίβους, και η επιστροφή στην Ελλάδα.......

Δεν έβλεπε τίποτε άλλο εκτός από τον διάδρομό του στο κουλουάρ και τα εμπόδια. Ο Θανάσης Καλογιάννης αγνοούσε εκείνη την ημέρα στο Βουκουρέστι τις ιαχές των κοριτσιών που έλιωναν για ένα βλέμμα του, τις επευφημίες του κόσμου, τον ήλιο, τους αντιπάλους του στον αγώνα. Περίμενε να ακούσει τον ήχο του πιστολιού για να ξεχυθεί στο ταρτάν και να πετάξει με αυτό τον δικό του μοναδικό τρόπο στα 400 μέτρα, το αγώνισμά του. Εφυγε σαν βέλος και όταν τερμάτισε, το χρονόμετρο έδειξε 47.07, ενώ οι θεατές αποθέωναν ένα αγόρι που πανηγύριζε συγκρατημένα. Ο Καλογιάννης εκείνη την ημέρα στη Ρουμανία, παραμονή Δεκαπενταύγουστου του 1982, ήταν ένας έφηβος 16 ετών και έντεκα μηνών όταν έκανε πανελλήνιο ρεκόρ, το οποίο δεν αναγνωρίστηκε λόγω της ηλικίας του.

Ωστόσο αυτό ήταν μάλλον το τελευταίο πράγμα που ένοιαζε το παιδί από τον Βόλο, το μεγαλύτερο ταλέντο που ξεπήδησε ποτέ για το αγώνισμα των 400 μέτρων -απλά και μετ’ εμποδίων- στην Ελλάδα. Για πολύ κόσμο ήταν ο δικός μας «γιος του ανέμου», αυτός που θα μπορούσε να είναι Ολυμπιονίκης αν δεν έπαιρνε την απόφαση να πει πρόωρα αντίο στους στίβους. Από τις γειτονιές του Βόλου, εκεί όπου έγδαρε τα γόνατά του παιδί ακόμη τρέχοντας, μέχρι το μακρινό Σάο Πάολο της Βραζιλίας και την επιστροφή του στην Ελλάδα, η ζωή του Θανάση Καλογιάννη ήταν ένα όμορφο μυθιστόρημα. Οι σελίδες του είχαν πολύ τρέξιμο, δύσκολες αποφάσεις και δύο δυνατούς έρωτες που σημάδεψαν τη ζωή του: ο ένας όταν ήταν νέος με την Τζένη Μπαλατσινού και ο άλλος με την ιέρεια της ελληνικής μόδας Λάουρα Ντε Νίγκρις, την οποία παντρεύτηκε. Μόνο που το συγκεκριμένο μυθιστόρημα έμελλε να έχει πρόωρο τέλος, την περασμένη Κυριακή, όταν η καρδιά του Θανάση Καλογιάννη σταμάτησε να χτυπάει σκορπίζοντας τη θλίψη.




Ο γόης των κουλουάρ Πανελλήνιοι αγώνες 1984. To ψηλό αγόρι με τα ξανθά μαλλιά και τα βαθύ μπλε μάτια θα περάσει με άνεση τα εμπόδια στα 400 μ., κάνοντας τα χρονόμετρα να σπάσουν και τους φωτογράφους να ζουμάρουν στο ιδρωμένο του πρόσωπο. Οι άνδρες τον χειροκροτούν και τα κορίτσια ζαλίζονται από την ομορφιά του. Τα ηχεία αναφέρουν το όνομά του. Θανάσης Καλογιάννης, ο νέος πρωταθλητής στα 400 μέτρα μετ’ εμποδίων. Την ίδια χρονιά ο αθλητής με την ψηλόλιγνη κορμοστασιά θα γράψει με χρυσά γράμματα το όνομά του στην ιστορία του ελληνικού αθλητισμού. Σπάει το προσωπικό του ρεκόρ και σε μια εποχή που ο στίβος δεν παινεύεται για πολλά μετάλλια, κερδίζει χρυσό μετάλλιο στο Βαλκανικό Πρωτάθλημα.

Ηταν ο πρώτος Ελληνας αθλητής που έσπασε το φράγμα των 49 δευτερολέπτων στα 400 με εμπόδια (48.80), μια επίδοση που έκανε χρόνια να καταρριφθεί, ενώ σε ηλικία 19 ετών πήρε μέρος στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Λος Αντζελες.
Yπήρξε αναμφισβήτητα το μεγαλύτερο ταλέντο της Ελλάδας στα 400 μ. και στα 400 μ. με εμπόδια. Ηταν ο Ελληνας «γιος του Ανέμου», αυτός που θα μπορούσε να έχει στεφθεί Ολυμπιονίκης αν δεν έπαιρνε την απόφαση να εγκαταλείψει πρόωρα τον στίβο


Δυστυχώς για τον ίδιο, ήταν εκπρόσωπος μια γενιάς αθλητών που δεν ευτύχησε να δει χορηγούς και οικονομικές διευκολύνσεις. Η τύχη δεν του χαμογέλασε ούτε στους Ολυμπιακούς της Βαρκελώνης. Παρ’ όλα αυτά το βιογραφικό του ήταν πλούσιο από επιτυχίες: είχε στεφθεί πέντε φορές πανελληνιονίκης, είχε κατακτήσει τρία χρυσά βαλκανικά μετάλλια και ήταν δεύτερος στην Πανεπιστημιάδα του Ζάγκρεμπ. Συναθλητές του τον θυμούνται ακόμη να περιφέρεται με walkman στα αυτιά και να διαβάζει ψαγμένα βιβλία στους ξενώνες του Ολυμπιακού Σταδίου, όπου και έμενε.

Ηταν αγαπητός αλλά και μοναχικός, κουβαλώντας ίσως την πίκρα ενός αγοριού που έχασε τον πατέρα του στα 15 του χρόνια. Περνούσε ατελείωτες ώρες στο δωμάτιό του και είχε αδυναμία στη μητέρα του Ελένη, την οποία θεωρούσε φύλακα άγγελό του αλλά και στον αδελφό του Φίλιππο.



Ηταν ψαγμένος και κάποιες από τις ατάκες του έχουν μείνει αποτυπωμένες στη μνήμη των φιλάθλων, όπως αυτή που εκστόμισε όταν στα πρώτα βήματα της καριέρας του ρωτήθηκε από δημοσιογράφο ποιον αθλητή θεωρεί πρότυπό του. Ενώ όλοι περίμεναν να αναφέρει το όνομα του σούπερ σταρ της εποχής Καρλ Λιούις, τους άφησε άφωνους λέγοντας: «Πιστεύω ότι κάθε άνθρωπος είναι μοναδικός σαν τις νιφάδες του χιονιού». Είναι αθλητής ακόμα όταν παίρνει την απόφαση να γραφτεί στην Οδοντιατρική της Αθήνας επειδή γνωρίζει καλά ότι ο αθλητισμός δεν θα είναι για πάντα. Εκείνη την εποχή κάνει παρέα με τους πρωταθλητές Αννα Βερούλη, Νίκη Μπακογιάννη, Λάμπρο Παπακώστα και Δημήτρη Χατζόπουλο, επίσης «ενοίκους» του ΟΑΚΑ. Δεν είναι πολύ του έξω, αλλά κάποιες φορές τον παρασύρουν. Ολοι τον αγαπούν γιατί παρά τις επιτυχίες του είναι χαμηλών τόνων και εξαιρετικά ευγενής γι’ αυτό και του κολλούν το παρατσούκλι «τζέντλεμαν».





Και ύστερα ήρθε η Τζένη
Το 1989 ο Θανάσης Καλογιάννης είναι 24 χρόνων, πρωταθλητής Ελλάδας στα 400 μέτρα και ένας από τους πιο γοητευτικούς αθλητές της χώρας. Γεννημένος στην Καρδίτσα το 1965 αλλά μεγαλωμένος στον Βόλο, μέλος μια τετραμελούς οικογένειας με δύο αγόρια, δεν υπήρξε ποτέ συνηθισμένη περίπτωση αθλητή. Φτάνοντας στην πρωτεύουσα, αφήνει πίσω του τα χρόνια της παιδικής αθωότητας στον Βόλο, τις αλάνες όπου έτρεχε μικρός, τα κυριακάτικα τραπέζια, το σχολείο και τα πρώτα εφηβικά φλερτ. Προπονείται καθημερινά στο ΟΑΚΑ, εκεί όπου μια μέρα θα γνωρίσει την 19χρονη τότε Τζένη Μπαλατσινού, η οποία έχει μόλις επιστρέψει από σπουδές στο Παρίσι. Στην Τζένη αρέσει ο αθλητισμός, αν και η καριέρα της στο τένις τελειώνει πολύ νωρίς μετά από έναν τραυματισμό σε αγώνα στη Χάιφα, στα 17 της χρόνια. Ανεβαίνει πολύ συχνά από τη Νέα Σμύρνη στο Ολυμπιακό Στάδιο για να γυμναστεί παίζοντας τένις με τον Φώτη Βαζαίο κι εκεί η μοίρα της θα τη φέρει απέναντι στον γοητευτικό 400άρη αθλητή.

Γι’ αυτήν είναι ο πρώτος της έρωτας, για τον Καλογιάννη η πρώτη μεγάλη αγάπη, την οποία προσέχει σαν τα μάτια του από την πρώτη στιγμή που γίνονται ζευγάρι. Βγαίνουν έξω σε μια εποχή που κυριαρχούν τα κλαμπ και λάμπουν ως ζευγάρι όπου και αν εμφανιστούν, μόνοι ή με φίλους, για να διασκεδάσουν κάθε φορά που ο Θανάσης μπορεί. Μαζί τους είναι σχεδόν πάντα ο πρωταθλητής του ύψους Λάμπρος Παπακώστας και η τότε σύντροφός του Σιλβάνα. Ο καλός της είναι αυτός που θα την πείσει να λάβει μέρος στα Καλλιστεία και χρόνια αργότερα η Τζένη θα αναφερθεί με πολύ τρυφερά λόγια σε εκείνα τα χρόνια της αθωότητας δίπλα του. «Τακούνι έβαλα στα 19 μου, όταν πήγα στα προκριματικά των Καλλιστείων. Το θυμάμαι σαν σήμερα, να έχω περάσει την πόρτα του πρακτορείου μοντέλων της Ελενας Κουντουρά, στην Πατριάρχου Ιωακείμ, για να βγάλω χαρτζιλίκι, έχοντας κάνει την επανάστασή μου στο σπίτι, συζώντας με το πρώτο μου αγόρι στο Μετς. Ναι, ήθελα να παντρευτώ τον Θανάση».

Το βράδυ των Καλλιστείων του 1990 ο Θανάσης Καλογιάννης προσκαλεί φίλους του στον τελικό της διοργάνωσης. Κάποιοι τον θυμούνται να λέει: «Ελάτε σήμερα το βράδυ μαζί μας. Νομίζω ότι το κορίτσι μου θα βγει Σταρ Ελλάς!».

Οι ελάχιστοι από τους φίλους του που παραβρέθηκαν θυμούνται τον Θανάση Καλογιάννη να κάθεται στο ίδιο τραπέζι με τους γονείς της Τζένης Μπαλατσινού και τον πρόεδρο του AΝΤ1 Mίνω Κυριακού. Ο αείμνηστος Κυριακού συμπαθούσε τον Καλογιάννη, τον θεωρούσε πρότυπο αθλητή και εξαιρετικό νέο και μιλούσε για εκείνον με ιδιαίτερα κολακευτικά λόγια. Η Τζένη κερδίζει τον τίτλο και το όνομά της αρχίζει να γίνεται γνωστό τους επόμενους μήνες, κάτι που χαροποιεί τον Καλογιάννη, ο οποίος δεν έχει μάτια για άλλη, παρόλο που τα κορίτσια ξετρελαίνονται για χάρη του. Δεν τολμά να εμφανιστεί κάπου και επικρατεί ενθουσιασμός.

Tα περιοδικά τον εκλιπαρούν για μια φωτογράφηση και οι γυναίκες δημοσιογράφοι τα δίνουν όλα για μια συνέντευξη προκειμένου να τον γνωρίσουν. Οι καλλιτεχνικές του ανησυχίες εμφανίζονται σχετικά νωρίς, τότε που ο αδελφός του Φίλιππος σχεδιάζει έξυπνα σλόγκαν σε μπλουζάκια και ο ίδιος μέσω των γνωριμιών του τα προωθεί στον Τύπο. Η φωτογραφία είναι το δεύτερο μεγάλο πάθος του μετά τον στίβο. Ξέρει ότι η Οδοντιατρική δεν είναι για εκείνον, η μητέρα του όμως, όπως και πολλοί Ελληνες γονείς, επιμένουν για ένα πτυχίο που τελικά δεν θα του χρησιμεύσει σε τίποτε.

Η σχέση του με την Τζένη Μπαλατσινού θα διαρκέσει μέχρι το 1992 και ο χωρισμός θα του αφήσει για καιρό τα σημάδια του. Οταν πλησιάζει το Πανελλήνιο Πρωτάθλημα στίβου του 1993, έχει ήδη πάρει την απόφαση να αποχωρήσει οριστικά από τον αθλητισμό, αλλά δεν το ανακοινώνει σε κανέναν.





Το τέλος, η νέα αρχή και η Λάουρα
Είναι σύνηθες οι μεγάλοι αθλητές να μην ξεχνάνε ποτέ την τελευταία μέρα που μπαίνουν στο στάδιο για να τρέξουν. Ο Θανάσης Καλογιάννης είχε δηλώσει αργότερα ότι «εκείνη την ημέρα στο προθερμαντήριο πριν από τον αγώνα πήρα την οριστική απόφαση να σταματήσω. Μπήκα μέσα και αγωνίστηκα γνωρίζοντας ότι θα ήταν η τελευταία φορά που θα βίωνα ανάλογες στιγμές». Είναι μόλις 28 ετών και στον χώρο του στίβου όλοι απορούν, αφού είναι σε εξαιρετική φυσική κατάσταση και πιστεύουν ότι μπορεί να κερδίσει ακόμα και μετάλλιο σε Ολυμπιακούς Αγώνες. Ο στίβος, όμως, έχει τελειώσει οριστικά για τον γαλανομάτη αθλητή που έκαιγε καρδιές και θέλει πλέον να κάνει μια νέα αρχή στη ζωή του, όχι πάντως ως οδοντίατρος.
Συνηθισμένος να ζει την καθημερινότητά του σε ανοιχτούς χώρους, στα ταξίδια εντός και εκτός συνόρων με εναλλαγές εικόνων δεν θα μπορούσε ποτέ να περιοριστεί μέσα στους τοίχους ενός οδοντιατρείου. Αποφασίζει να ασχοληθεί επαγγελματικά με τη φωτογραφία και μέσα σε λίγα χρόνια αρχίζει να θεωρείται ένας πολύ καλός φωτογράφος.

H φωτογραφία και η σκηνοθεσία υπήρξαν τα πάθη του μετά τον στίβο


Συνεργάζεται κυρίως με περιοδικά και λόγω της τριβής του με τον χώρο έρχεται η στιγμή που γνωρίζεται με τη Λάουρα Ντε Νίγκρις, την εντυπωσιακή Βραζιλιάνα που άφησε εποχή ως μοντέλο, κατόπιν εργάστηκε ως στυλίστρια και παντρεύτηκε τον Αρη Τερζόπουλο. Δουλεύουν μαζί και η χημεία τους από την πρώτη σχεδόν στιγμή δεν είναι μόνο επαγγελματική, αλλά κάτι παραπάνω. Στα τέλη της δεκαετίας του ’90 είναι πλέον ζευγάρι. Θα παντρευτούν το 2001, με τον Καλογιάννη να νιώθει ευτυχισμένος δίπλα στην ιέρεια της ελληνικής μόδας, για την οποία ο Μιχάλης Ασλάνης είχε δηλώσει: «Προτού έρθει η Λάουρα στην Ελλάδα δεν ξέραμε τι θα πει στυλίστας ή μακιγιέρ». Η Ντε Νίγκρις που λάτρεψε για χρόνια το αθηναϊκό nightlife βιώνει δίπλα του πιο ήρεμες καταστάσεις και φέρεται να τον μυεί στον διαλογισμό και τις πνευματικές αναζητήσεις. Μαζί θα πάρουν την απόφαση να φύγουν για τη Βραζιλία, όπου εκείνη έχει γνωριμίες, προκειμένου να κάνουν μια νέα αρχή σε εντελώς διαφορετικό περιβάλλον. Ο Θανάσης αφοσιώνεται στο αντικείμενό του και η Λάουρα ασχολείται με τον σχεδιασμό κοσμημάτων με αυτή τη μοναδική αισθητική που πάντα είχε, τα οποία πουλάει με επιτυχία.

Μένουν σε ένα όμορφο σπίτι, βγαίνουν για χαλαρές βόλτες και ο Καλογιάννης σπουδάζει Κινηματογραφική Φωτογραφία και Σκηνοθεσία, θέλοντας να διευρύνει τους ανήσυχους καλλιτεχνικούς του ορίζοντες. Τα καλοκαίρια έρχονται για διακοπές στην Ευρώπη, απολαμβάνουν κρουαζιέρες στη Σαρδηνία, την οποία λατρεύουν αμφότεροι, και φυσικά έρχονται και στην Ελλάδα. Οποτε είναι στην Αθήνα συναντούν φίλους και γνωστούς από τα παλιά όπως τον Μιχάλη Πάντο και τους Deux Hommes. Μια καλοκαιρινή βραδιά πριν από δύο χρόνια απολαμβάνουν ένα δείπνο στο Θησείο στην ταράτσα της «Κουζίνας», όταν ο Καλογιάννης εμπνέεται από τη Λάουρα και τη θέα της Ακρόπολης. Αρχίζει να τη φωτογραφίζει χωρίς εκείνη να ποζάρει και όταν της λέει να προσέχει γιατί η Ακρόπολη είναι υπέροχη, του απαντά χαμογελώντας: «Αυτή είναι υπέροχη εδώ και αιώνες, εμείς να δω πώς θα βγούμε». Η οριστική επιστροφή τους στην Ελλάδα έγινε το περασμένο καλοκαίρι εξαιτίας προβλημάτων υγείας της μητέρας του Καλογιάννη, τα οποία τους ανάγκασαν να αφήσουν τη Βραζιλία. Επέστρεψαν στο σπίτι τους στα Μελίσσια και στο τέλος της περασμένης εβδομάδας έδωσαν μαζί το «παρών» σε εκδήλωση μόδας στο Ζάππειο, αγνοώντας ότι η μοίρα είχε άλλα σχέδια για τον «γιο του ανέμου», που «πέταξε» ψηλά τόσο αναπάντεχα στα 52 του χρόνια, αφήνοντας πίσω του για πάντα τη μαγική του αύρα...





Η τελευταία διαδρομή Της Μαρίας Λεμονιά

Η μικρή ιστορία μιας μακρόχρονης φιλίας, το συγκινητικό τυχαίο αντάμωμα στην Αθήνα μετά από 15 χρόνια και η φιλική τελευταία συζήτηση, ένα μεσημέρι, λίγη ώρα πριν το τέλος

Κυριακή 19 Οκτωβρίου, 2 μ.μ. Σε κλειστή αίθουσα του Ζαππείου είναι έτοιμο να ξεκινήσει το fashion show της Folli Follie «Metal Chic». Σελέμπριτι συνωστίζονται για μια θέση όταν δίπλα μου, στις πρώτες σειρές, έρχεται βιαστικά και κάθεται μια ξανθιά φινετσάτη γυναίκα που φορά ένα εντυπωσιακό κόσμημα στον λαιμό και vintage πράσινα γυαλιά πρεσβυωπίας. «Γεια σου, είμαι η Λάουρα Ντε Νίγκρις! Να δες, στη δεύτερη σειρά ακριβώς απέναντι κάθεται ο φίλος σου, ο Θανάσης Καλογιάννης».




Τη Λάουρα Ντε Νίγκρις, τον ζωντανό αυτό μύθο στον χώρο της μόδας και των εντύπων, μοντέλο και μετέπειτα υπεύθυνη μόδας επί πολλά χρόνια στο περιοδικό «Γυναίκα», δεν τη γνώριζα προσωπικά. Είχα μιλήσει τηλεφωνικά μαζί της όταν έμαθα ότι επέστρεψε για μόνιμη εγκατάσταση από τη Βραζιλία και ζήτησα να της κάνω συνέντευξη. Ηθελε να εγκλιματιστεί και το τρέναρε. Ο σύζυγός της Θανάσης Καλογιάννης, όμως, την παρότρυνε να δεχτεί.

Μετά το τέλος της επίδειξης ο Καλογιάννης, τον οποίο έχω να δω πάνω από 15 χρόνια, θα έρθει να με χαιρετήσει. Συγκινούμαστε... Θυμόμαστε τα παλιά. Δυσκολεύομαι να τον αναγνωρίσω. Εχει πάρει κιλά, διαθέτει ένα διακριτικό μούσι και έχουν ασπρίσει λίγο τα μαλλιά του, διατηρεί όμως πάντα εκείνη τη γοητεία και τη νωχέλεια που τον χαρακτήριζαν.

Μιλάμε βιαστικά στο πόδι και σε δέκα λεπτά θέλουμε να τα πούμε όλα. Να γεφυρώσουμε το χάσμα των χρόνων που πέρασαν. Εκείνος ήταν πρωταθλητής στα 400 μ. με εμπόδια και εγώ νεαρή δημοσιογράφος με αντικείμενο το αθλητικό ρεπορτάζ. Τον θυμάμαι στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Βαρκελώνης να δίνει μάχη για μια μεγάλη επίδοση που δεν ήρθε ποτέ. Ηταν Βαλκανιονίκης, κάτοχος του πανελλήνιου ρεκόρ για χρόνια, αλλά ένα ολυμπιακό μετάλλιο δεν μπήκε ποτέ στη συλλογή του. Παρ’ όλα αυτά δεν είχε απωθημένα. Ηταν ώριμος και φιλοσοφημένος από παιδί. Είχε τη νοοτροπία ότι εκείνο που πρέπει να έρθει στη ζωή ενός ανθρώπου έρχεται, διαφορετικά πρέπει να βρούμε τη δύναμη να πάμε παρακάτω.

Εκείνο το μεσημέρι τού ζητώ με τη βοήθεια του κινητού να με βγάλει μια φωτογραφία με τη Λάουρα Ντε Νίγκρις, την οποία θαύμαζα από παιδί, και εισπράττω τη συνωμοτική απάντηση: «Θα προσπαθήσω, αλλά έχω συγκινηθεί. Σε είδα και μου θύμισες τα χρόνια της αθωότητας, τρέμουν τα χέρια μου». Οι φωτογραφίες με εμένα και τη Λάουρα να ποζάρουμε ήταν και οι τελευταίες της ζωής του...

Στη δεξίωση, που παρατέθηκε προς τιμήν της Ιταλίδας σχεδιάστριας μόδας Aννα Μολινάρι, στο εστιατόριο «Fuga» του Μεγάρου Μουσικής, θα μεταβούμε όλοι με το δικό μου αυτοκίνητο. Είναι η πρώτη φορά που βλέπω το ζευγάρι από κοντά και διακρίνω μια αληθινή αγάπη μεταξύ τους. Εκείνη μόλις έχει βγάλει τον γύψο από το πόδι που έσπασε και κουτσαίνει κι εκείνος την πιάνει τρυφερά για να τη βοηθήσει. Επικοινωνούν με τα μάτια. Αναφέρω στη Λάουρα πόσο ωραίος υπήρξε ο Καλογιάννης ως αθλητής. «Οχι απλώς ωραίος, καλλονός», με διορθώνει. «Δεν είναι όμως μόνο αυτό, ο άνδρας μου είναι και ένας υπέροχος άνθρωπος»!

Στο αυτοκίνητο οι τρεις μας θα μιλήσουμε για πολλά και διάφορα. Θα τους ρωτήσω γιατί επέστρεψαν από τη Βραζιλία, την πατρίδα της Λάουρας, όπου ζούσαν τα τελευταία δέκα χρόνια, στην Ελλάδα. Εκείνος θα μου πει: «Οταν πήγαμε στην Βραζιλία ήταν παράδεισος. Τώρα η κρίση έχει κάνει τα πάντα δύσκολα. Φοβάσαι να κυκλοφορήσεις στον δρόμο. Ζούσαμε σε μια πολυκατοικία με δύο σεκιούριτι και κυκλοφορούσαμε στον δρόμο έχοντας τα παράθυρα του αυτοκινήτου κλειστά και τις ασφάλειες κατεβασμένες. Κάποιο μεσημέρι περίμενα στο αυτοκίνητο τη Λάουρα, η οποία είχε πάει σε ραντεβού, όταν αντιλήφθηκα ότι δίπλα μου ένας τύπος με στόχευε με το όπλο. Ταράχτηκα και πάτησα το γκάζι. Για εμάς η Ελλάδα ήταν πάντα παράδεισος. Κι εδώ υπάρχει κρίση, αλλά δεν είναι το ίδιο. Ο κόσμος μπορεί ακόμη να κυκλοφορεί στους δρόμους. Επιστρέψαμε γιατί θέλαμε μια καινούρια ζωή. Αλλωστε είχα μείνει καιρό μακριά από την οικογένειά μου. Τα δέκα χρόνια που έλειπα είχα έρθει στην Ελλάδα κλεφτά μόνο τρεις φορές. Τώρα η μητέρα μου έχει κάποια προβλήματα υγείας, δεν γινόταν διαφορετικά».

Εκείνο το μεσημέρι ο Θανάσης Καλογιάννης ήταν λιγομίλητος και χαρούμενος. Ετοίμαζε τα δικά του σκηνοθετικά projects με φίλους του στην Ελλάδα και είχε όρεξη να κάνει πολλά. Επρόκειτο για ένα φιλόδοξο καλλιτεχνικό εγχείρημα: «Θα γίνει κάτι πολύ μεγάλο», μου εκμυστηρεύτηκε συνθηματικά. Ολοι ξέραμε ότι τα τελευταία χρόνια ο άλλοτε καλλονός των κουλουάρ δούλευε ως σκηνοθέτης βραζιλιάνικη τηλεόραση και τον κινηματογράφο. Ειδήμονες του χώρου, που είχαν δει τη δουλειά του, ανέφεραν ότι ήξερε να βγάζει συναίσθημα στο αποτύπωμα των σκηνών. Ο Θανάσης Καλογιάννης είχε εξαιρετικά ευαίσθητες κεραίες και κουβαλούσε το ήθος του ανθρώπου που έχει ιδρώσει τη φανέλα στους αγωνιστικούς χώρους. Λίγο πριν τον χαιρετήσω τον ρώτησα αν παρακολουθεί τους σημερινούς Ελληνες αθλητές και αν σκέφτηκε ποτέ να ασχοληθεί ξανά με τον χώρο ως προπονητής, για να εισπράξω την απάντηση: «Μ’ αρέσει, μ’ αρέσει που παρά τα όποια προβλήματα της χώρας η ελπίδα για ένα καλύτερο μέλλον έρχεται από τον χώρο των σπορ. Οι Ελληνες αθλητές δεν έπαψαν ποτέ να προσπαθούν και να κάνουν το θαύμα. Δεν θα μπορούσα, όμως, να ασχοληθώ με την προπονητική, καθώς η ζωή μου έχει μπει πια σε άλλη ρότα».

Γυρίζω για να σχολιάσω πόσο διαφορετικό ήθος κουβαλούν οι δύο χώροι: ο αθλητισμός και η τέχνη. «Οι καλλιτέχνες έχουν καθημερινή επαφή με τον κόσμο και η ματαιοδοξία τους φουσκώνει. Χάνουν την αίσθηση της πραγματικότητας. Ο αθλητής έρχεται σπανιότερα σε επαφή με το κοινό έχοντας περάσει δυσκολίες και κόπο. Οι αθλητές είναι σεμνοί και μοναχικοί καβαλάρηδες», εξηγεί εκείνος.

Αυτά ήταν και τα τελευταία λόγια που ανταλλάξαμε οι δυο μας.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου